Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Ένα περήφανο...


Δεν είμαι κάτι ξεχωριστό. Είμαι κάτι συνηθισμένο όπως όλοι όσοι ανήκουν στο σινάφι μου.
          Η ζωή μου όλη είναι μια προσπάθεια για την επιβίωση. Ζω στο δρόμο. Εκεί γεννήθηκα. Η μάνα μου με φρόντισε και έμεινε δίπλα μου μέχρι να μάθω να στέκομαι μόνο μου στα πόδια μου. Έπρεπε να με αφήσει. Έτσι γίνεται με εμάς.
          Από το πρωί μέχρι το βράδυ σκληρός ο αγώνας. Πολλοί οι κίνδυνοι γύρω μου. Ανοίγω τα μάτια μου το ξημέρωμα, αγναντεύω την ανατολή του ηλίου και ξεκινώ για την αναζήτηση τροφής.
          Προτιμώ κυρίως τα πάρκα. Ένας από τους κινδύνους που αποκλείω εκεί είναι τα αυτοκίνητα. Παρακολουθώ τους ανθρώπους να περνούν, άλλοι βιαστικοί, άλλοι να κάνουν τη γυμναστική τους. Γονείς που πάνε βόλτα τα παιδάκια τους. Παιδιά που τρέχουν από εδώ και από εκεί κρατώντας το κολατσιό τους. Συνήθως πλησιάζω προς τα εκεί γιατί τότε είναι η ευκαιρία για τροφή. Καμιά φορά νιώθω τυχερό γιατί κάποια μπουκιά πέφτει κάτω και τρέχω να την αρπάξω. Νεράκι πίνω από τα συντριβάνια ή από τους λάκκους του δρόμου που γεμίζουν με νερό από τη βροχή.
          Οι περισσότεροι άνθρωποι με σιχαίνονται. Με βρίσκουν άσχημο, αποκρουστικό και βρωμιάρικο γιατί λερώνω όπου βρω. Πόσοι όμως από αυτούς ξέρουν ότι δεν ήμουν πάντα αυτό που είμαι τώρα;
          Έχω και εγώ τη δική μου ιστορία. Έχω και εγώ τους  δικούς μου προγόνους. Όπως οι πρόγονοί όλων αυτών που με σιχαίνονται έτσι και οι δικοί μου πρόγονοι υπάρχουν από την αρχαιότητα. Έχουμε την ικανότητα να εντοπίζουμε το σημείο εκκίνησής μας ακόμα και αν πάμε στην άλλη μεριά του κόσμου. Διανύουμε τεράστιες αποστάσεις και αυτό το χαρακτηριστικό μας φάνηκε πολύ χρήσιμο από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ήμασταν αγγελιοφόροι. Μεταφέραμε μηνύματα καλά και μηνύματα κακά, αντιμέτωποι πάντα με όλες τις καιρικές συνθήκες και τους εχθρούς. Πάντα όμως γενναία και χωρίς να εγκαταλείπουμε την αποστολή μας μέχρι τη τελευταία μας πνοή. Για αυτό το λόγο άλλωστε κάποιοι πρόγονοι παρασημοφορήθηκαν.
          Έχω λοιπόν και εγώ τη δική μου ιστορία και με ψηλά το κεφάλι κάθε μέρα παρακολουθώ όλους αυτούς που με κοιτούν υποτιμητικά. Γιατί; Γιατί είμαι ένα περήφανο περιστέρι.....

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Παράνοια βουτηγμένη στο αίμα

Περπατούσε στο ανηφορικό δρομάκι και η ανάσα της έβγαινε κοφτή. Στάλες ιδρώτα γεννιόντουσαν στο μέτωπό της, κυλούσαν στα μάγουλά της χαράσσοντας πορεία στο λαιμό της για να σβήσουν στη σχισμή του στήθους της. Σταμάτησε για να βρει ξανά η καρδιά της κανονικούς ρυθμούς. Σήκωσε το κεφάλι της και προσπάθησε να δει τον ουρανό. Αυτός όμως έπαιζε κρυφτό μαζί της καθώς τον κάλυπταν τα δέντρα που σαν τεράστιοι γίγαντες περικύκλωναν το κορίτσι. Με τα κλαδιά και το πυκνό τους φύλλωμα έφτιαχναν μια προστατευτική αγκαλιά. Ο ήλιος έδινε μάχη για να περάσει τις ακτίνες του και να αγγίξει το κορίτσι. Τα δέντρα όμως προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση.
Συνέχισε την ανάβαση. Θύμιζε νεράιδα με το λευκό της φόρεμα να δένει ψηλά στο λαιμό της, να σφιχταγκαλιάζει τη μέση της και να πέφτει αέρινα μέχρι το ύψος του γονάτου της. Τα κατακκόκινα χείλη της μισάνοιχτα για να ρουφήξουν όσο γίνεται περισσότερο αέρα.
Φτάνοντας στη κορυφή του λόφου είδε μπροστά της το εκκλησάκι. Στολισμένο με ροζ τριαντάφυλλα. Κόσμος μαζεμένος στο προαύλιο ντυμένοι επίσημα προς τιμή του ζευγαριού. Έφταναν στα αφτιά της λόγια ακατάλυπτα και γέλια που γινόντουσαν χέρι που έσφιγγε την καρδιά της μέχρι να τη συνθλίψει.
Πέρασε ανάμεσά τους και μπήκε στην εκκλησία. Αντίκρυσε αυτό που δεν ήθελε να αποδεχτεί.
Εκείνος να στέκεται δίπλα στην κλέφτρα της ζωής της.
Μια πίεση ξεκίνησε απο το κεφάλι της, ένα βουητό είχε στα αφτιά της, θάλασσα αγριεμένη έπνιξε την ψυχή της και τα μάτια της πλημμύρισαν. "Ήρθα αγάπη μου για να γίνω γυναίκα σου" φώναξε. Γύρισε το ζευγάρι και την είδε να τρέχει κατά πάνω τους. Ένα αλλόκοτο πλάσμα. Βγάζει το σπαθάκι που κρατούσε κρυμμένο στο στήθος της και το μπήγει βαθιά στη κοιλιά του. Τα ουρλιαχτά διέσχισαν τον κάμπο και έφτασαν μέχρι το χωριό. Εκείνος αφού κοίταξε το σημείο όπου ανάβλυζε το αίμα, κάρφωσε τα μάτια του πάνω της. Έπεσε στην αγκαλιά της. Τον ξάπλωσε κάτω και κρατώντας το κεφάλι του έστρεψε το πρόσωπό του στο δικό της. Ήθελε να είναι η τελευταία εικόνα που θα κρατήσουν τα μάτια του. Άφησε την τελευταία του πνοή και εκείνη πήρε βαθιά ανάσα για να τη φυλακίσει μέσα της. Το αίμα του κύλησε πάνω της και έβαψε το λευκό της φόρεμα.
"Άντρα μου τώρα πια θα είμαστε για πάντα μαζί" είπε. Κοίταξε τα χέρια της που ήταν λερωμένα απο το αίμα του και σκέφτηκε οτι είναι αγίασμα. Χάιδεψε το πρόσωπό της και ένα γέλιο δυνατό, αλλοπρόσαλο, βγήκε απο μέσα της. Έφτασε μέχρι το χωριό αυτό το γέλιο και όλοι τρόμαξαν. "Τι είναι αυτό;" είπαν. "Δεν βγαίνει απο άνθρωπο αυτός ο ήχος σίγουρα" είπαν κάποιοι. Όλοι όμως ανατρίχιασαν και σταυροκοπήθηκαν.

Ελάτε στον ιστότοπό μου.....

Το μυαλό μου πολλές φορές μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Διεγείρεται σαν να δέχεται ηλεκτρισμό και στέλνει μικρές ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας στο χέρι μου. Η μόνη λύση για να ηρεμώ τότε είναι ένα χαρτί και ένα στυλό.
Η τεχνολογία όμως εξελίσσεται και με παρασύρει στο να αφήσω κάποιες στιγμές τον παραδοσιακό τρόπο έκφρασης αφού οι δυνατότητές της είναι απεριόριστες και άκρως εκμεταλλεύσιμες.
Έτσι λοιπόν δημιούργησα τον δικό μου ιστότοπο όπου θα καταγράφω όλα τα περίεργα συμβάντα του μυαλού μου.
Σας προσκαλώ να παρασυρθείτε απο τη δική μου πλάνη.....

Πλάνη του μυαλού: Τρίτη, 1 Μαΐου 2012 στις 5:42 μ.μ.

Πλάνη του μυαλού: Τρίτη, 1 Μαΐου 2012 στις 5:42 μ.μ.: Έχουν περάσει τρία χρόνια. Τρία χρόνια με τη καρδιά της κολλημένη εκεί. Πράγματι η ζωή προχωράει. Συνέβησαν πολλά. Ανέκτησε δυνάμεις. Ξανά...

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Τρίτη, 1 Μαΐου 2012 στις 5:42 μ.μ.

Έχουν περάσει τρία χρόνια. Τρία χρόνια με τη καρδιά της κολλημένη εκεί. Πράγματι η ζωή προχωράει. Συνέβησαν πολλά. Ανέκτησε δυνάμεις. Ξανά άρχισε να ζει μια καθημερινότητα που την έχει ζήσει πολλές φορές στη ζωή της. Τη καθημερινότητα της μοναξιάς. Ήταν δύσκολα πολύ στην αρχή. Η απόφαση να φύγει δική του. Πέρασε όμως ένα διάστημα όπου κράταγε επαφή. Στον πρώτο χρόνο εκείνος ζήταγε να την βλέπει. Εκείνη έπρεπε να υποκρίνεται κάθε φορά ότι όλα είναι καλά. Όλα φιλικά. Εκείνη έλιωνε αλλά μπροστά του, όλα καλά. Στο δεύτερο χρόνο έπαψαν οι συναντήσεις. Τηλέφωνα μόνο σε γιορτές, γεννέθλια και τάχα μου τάχα μου «δεν σε άκουσα καλά εχθές και ήθελα να δω πως είσαι σήμερα». Βασανιστήριο πραγματικό όμως υπέμενε τα πάντα γιατί της έφτανε και μόνο να τον ακούει. Να ξέρει ότι τη σκέφτεται και εκείνος. Έστω φιλικά. Αυτό το πολύ φιλικά την έφαγε. Στο τρίτο χρόνο τέρμα και τα τηλέφωνα. Στην αρχή την ενόχλησε. Στεναχωρήθηκε που στη γιορτή της δεν την πήρε. Ούτε στα γεννέθλιά της. Ούτε να δει έτσι απλά τι κάνει.....
Εντωμεταξύ όμως έζησε μια συμφορά. Νόμιζε ότι θα έχανε τον κόσμο. Κρατήθηκε με νύχια και με δόντια για να στηρίξει ψυχικά όχι μόνο το άτομο που ταλαιπωρήθηκε αλλά και τους γύρω της. Εκεί συνειδητοποίησε ότι όλα είναι ένα τίποτα μπροστά στην υγεία. Παρόλο που και εκείνη είχε περάσει κάτι πολύ σοβαρό, αυτό που έζησε τώρα τη συγκλόνισε περισσότερο. Εκείνη για τη ζωή της δεν νοιαζόταν. Μόνο το αγαπημένο της πρόσωπο να είναι καλά. Αυτό και μόνο γύρισε το διακόπτη του μυαλού της. Κατάλαβε ότι δεν πρέπει να σπαταλά τη ψυχή της για κάτι που δεν αξίζει αφού δεν βρίσκεται δίπλα της. Και ο καιρός περνούσε….
Τα καλά νέα ήρθαν και επιτέλους άρχισε να χαμογελά ξανά. Ο κίνδυνος ξεπεράστηκε Έγινε πιο εξωστρεφής. Είδε τη ζωή διαφορετικά. Ακόμα και στη δουλειά της φάνηκε η διαφορά. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα και εκεί. Πολύ πίεση, άγχος και επιπλέον υποχρεώσεις. Ο παλιός εαυτός της ζούσε μέσα στη πίεση. Υπερωρίες για να αποδείξει ότι νοιάζεται για τη δουλειά. Αποτέλεσμα; Κανένας δεν το έβλεπε. Ήρθαν και οι πρώτες μειώσεις και υπερωρίες είχε να πληρωθεί από τις αρχές τους χρόνου. Κάτι ταχυκαρδίες. Κάτι μυρμηγκιάσματα στο κεφάλι. Ο νέος της εαυτός λοιπόν αποφάσισε ότι δεν αξίζει να αρρωστήσει για κανέναν. Αν πάθαινε κάτι μόνο η οικογένειά της θα έτρεχε. Κανένας άλλος. Συνέχισε να δουλεύει λοιπόν αλλά με πιο πεσμένους ρυθμούς.
Στη ζωή της έξω από τη δουλειά κυλούσαν όλα όμορφα. Γνώρισε νέα άτομα και έβγαινε μαζί τους χωρίς βέβαια να παραμερίσει τα δύο στηρίγματά της όλα αυτά τα χρόνια. Δύο ψυχές που τις αγαπούσε. Τόσο διαφορετικές μεταξύ τους που όμως τη συμπλήρωναν. Περνούσε όμορφα. Καφεδάκια, φαγητό, συζητήσεις ατελείωτες για τα βιβλία, για τη ζωή, για τη καθημερινότητα, για τον έρωτα. Παρόλο που της έλειπε ο έρωτας......
Και το καθημερινό της πρόγραμμα κανονικά. Πρωί δουλειά. Και όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα. Πήγε στη δουλειά και αμέσως πριν προλάβει να αφήσει τη τσάντα της άρχισαν τα τηλέφωνα. Και οι ώρες περνούσαν και ο πανικός παρέμενε. Ξαφνικά μπαίνει η συνάδελφός της. Εκείνη που ήταν η αιτία για να γνωρίσει εκείνον. Εκείνον που είχε χάσει τα ίχνη του και ζούσε ήρεμη. Σκύβει λοιπόν στο αυτί της και της λέει: «Ξέρεις ποιος παντρεύτηκε το Σάββατο και περιμένει και μωρό;». Η καρδιά της σταμάτησε για δευτερόλεπτα. Όταν άρχισε ξανά είχε έναν ακανόνιστο ρυθμό. Με κολλημένο το βλέμμα στην οθόνη ρώτησε: «Ποιος;» «Εκείνος καλέ και μάλιστα περιμένει και μωράκι. Χάρηκα τόσο όταν το έμαθα και σκέφτηκα ότι θα το πω στο κοριτσάκι μου γιατί ξέρω ότι θα χαρεί και εκείνη». Αυτό είπε και έφυγε. Πράγματι. Τόση χαρά που ένιωσε δεν ήξερε τι να τη κάνει (ειρωνικά πάντα). «Με δουλεύει;» Σκέφτηκε. «Με σκέφτηκε να μου το πει γιατί ήξερε ότι θα χαρώ; Πόση κακία μπορεί να κρύβει ένας άνθρωπος;». Δυο λίμνες τα μάτια της και έπρεπε να κρυφτεί για να μην τη δει κανείς. Βούτηξε το κινητό της και βγήκε γρήγορα στη βεράντα του γραφείου. Πήρε τηλέφωνο τη μια της φίλη. Ευτυχώς απάντησε αμέσως «έλα κοριτσάκι μου». «Δεν είμαι καλά» είπε. Και της είπε τα πάντα. Οι λίμνες ξεχύλησαν. Προσπάθησε να την ηρεμήσει. Τον έβρισε και εκείνη μαζί της για συμπαράσταση. Το έκλεισαν και γύρισε στο γραφείο της. Μέχρι να φτάσει η ώρα να σχολάσει δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Κινήσεις μηχανικές μέχρι να πάει η ώρα να φύγει. Αυτό ήθελε μόνο. Να εξαφανιστεί. Γύρισε στο σπίτι αλλά το βάρος στη καρδιά παρέμενε.
Και οι μέρες περνούσαν. Γιατί είπαμε… η ζωή προχωράει και μας παίρνει στο διάβα της. Μας βουτάει απο τα μαλλιά και μας βάζει δοκιμασίες νέες πριν ακόμα προλάβουν να κλείσουν οι πληγές που αποκτήσαμε απο τις προηγούμενες......

Ταραγμένη ψυχή (για τη συλλογή βιβλιονείρων) - Παρασκευή, 11 Μαΐου 2012 στις 7:10 μ.μ.

Πετάχτηκε έντρομη από το κρεββάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
            Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλυνδρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό. Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δωθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
            Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
            Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινούσαν από το ταβάνι στο κέντρο του κρεββατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο. Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το κεφάλι της την πονούσε.
            Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός, με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα. Ανατρίχιασε και ένιωσε στο κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το ΠΑΘΟΣ. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν να κυριαρχίσει στο σώμα της.
            Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε από το κρεββάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν. Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει ΑΓΑΠΗ μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το μεγάλο ΠΟΤΡΕΤΟ πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι. Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
            «Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια ανεξήγητη ΟΜΙΧΛΗ όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της δίνεις το λόγο σου».
            Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το ΑΛΟΓΟ του και πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη την ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και σαν τον ΑΝΕΜΟ έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
            Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον αγαπημένο της. Τα ΙΧΝΗ του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
            Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε σχεδιάσει άλλη ΠΛΟΚΗ για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους συντρόφους του παληκαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παληκάρι έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν και λυποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα ΚΕΝΟ είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή της. Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι. «Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της.
            Έφτασαν στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη έφυγε από το κέντρο του μενταγιον και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
            «Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου. Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..