Στις 31/10/2013 στο www.korifogrammi.gr , δημοσιεύτηκε αυτή η ιστοριούλα μου. Τους ευχαριστώ πολύ για την στήριξη!
ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΨΥΧΗ
Πετάχτηκε
έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας κυλούσε
από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον τελευταίο καιρό
έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια φίλη της και της είχε
προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την βοηθούσε εκείνος να καταλάβει
κάποια πράγματα.
Πήρε το
τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες μετά βρέθηκε ξαπλωμένη
στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά που έβλεπε στον ύπνο
της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και αρκετά προβληματισμένος.
«Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι
ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές
μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας
βοηθήσει. Είναι υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε
περασμένες τους ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν
δυσκολίες στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε
αυτό. Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και
είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό.
Δεν έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει
προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε
λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις τους στο γραφείο του
ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές ανάσες και έτσι απλά άρχισε
να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην
είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε
ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα
δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. «Μα που
βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες
που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από
αυτό καλύπτοντάς το όλο. Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι,
αφήνοντας ακάλυπτο το ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει
τι συμβαίνει. Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα
ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της
από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε
μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός, με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του
γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που
μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να
φωνάξει όμως φωνή δεν έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της
παλάμης του στο μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική
της παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της φιλάει
ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει
το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο
άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της.
Αφέθηκε λοιπόν να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε
στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε από την
τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν. Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν
μια καρδιά από ρουμπίνι. Την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει
και της το έδειξε. Το πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου
ανήκει αγάπη μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το
χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το
μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την
γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της
ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια είναι
ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι. Δεν είσαι εσύ.
Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για εκείνη» του είπε.
«Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να καθίσουμε και θα σου διηγηθώ
μια ιστορία».
«Πριν από
πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ κοντά. Υπάρχουν ακόμα
ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι
είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές.
Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι
της που βρισκόταν κοντά στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν
τυλιγμένο με μια ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το
αγαπημένο τους πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν
τόσο έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν και
ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι για να δώσει
στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και φοβόταν ότι η καλή
του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα του, ένιωσε τον καημό του
και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα
σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ
τώρα και κρατώντας το από την αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε
ακαταλαβίστικη γλώσσα και του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι
όταν θα γυρίσεις με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το
μενταγιόν της δίνεις το λόγο σου».
Με μια
αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και πήγε να συναντήσει την
αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το
μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ».
«Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη
φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας
χωρίσει». Συγκινημένη το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να
του δείξει όλη την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό
του και σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες
περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον αγαπημένο της. Τα ίχνη του
άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε
ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που
πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του
ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους συντρόφους του παλικαριού, της
χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει
ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι
το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της,
όλα γύρω σκοτείνιασαν και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη
της. Ο μαντατοφόρος όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία
και την γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή της.
Ζητούσε
απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η
γυναίκα του ψυχή τε και σώματι. «Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη
λυπήθηκε ο άνθρωπος και την πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε
όλη τη διαδρομή και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή
της. Έφτασαν στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και
άφησε τα δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα
που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια μικρή
λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο λαιμό της. Όσο
παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η καρδιά. Όλο και πιο
έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη έφυγε από το κέντρο
του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από τον τάφο
και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις
ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με το δύο, με το τρία
φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι
έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή που την παρακολουθούσαν
έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί
είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου. Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις
να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να
καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν
να δώσουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με
εκείνο το ζευγάρι που η μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού
ίσως πλανιέται ακόμα για να βρει την αγαπημένη του...
Πετάχτηκε
έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας
κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον
τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια
φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την
βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες
μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά
που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και
αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι
πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη
βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον
που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι
υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους
ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες
στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό.
Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και
είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν
έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει
προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις
τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές
ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι
και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να
απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και
κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι
με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο
κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο.
Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το
ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το
σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα
κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός,
με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια
καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο
αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν
έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο
μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της
παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της
φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο
κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο
ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι
απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν
να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε
από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν.
Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την
πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το
πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη
μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι
και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το
μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την
γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της
ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια
είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι.
Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για
εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να
καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ
κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη
φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά
βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν
τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά
στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια
ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους
πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο
έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν
και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι
για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και
φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα
του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να
φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο
σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την
αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και
του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις
με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της
δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και
πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και
μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν
θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που
θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος
να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη
το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη
την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και
σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον
αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε
καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε
σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους
συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα
δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν
ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη
μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν
και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος
όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την
γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή
της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα
βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι.
«Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την
πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα
δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν
στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα
δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα
που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια
μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο
λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η
καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη
έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι
ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με
το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον
ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή
που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως
θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου.
Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα
όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν
τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή
ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η
μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται
ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf
Πετάχτηκε
έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας
κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον
τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια
φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την
βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες
μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά
που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και
αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι
πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη
βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον
που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι
υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους
ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες
στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό.
Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και
είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν
έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει
προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις
τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές
ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι
και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να
απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και
κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι
με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο
κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο.
Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το
ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το
σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα
κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός,
με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια
καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο
αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν
έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο
μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της
παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της
φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο
κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο
ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι
απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν
να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε
από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν.
Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την
πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το
πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη
μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι
και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το
μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την
γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της
ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια
είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι.
Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για
εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να
καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ
κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη
φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά
βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν
τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά
στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια
ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους
πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο
έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν
και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι
για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και
φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα
του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να
φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο
σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την
αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και
του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις
με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της
δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και
πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και
μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν
θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που
θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος
να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη
το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη
την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και
σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον
αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε
καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε
σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους
συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα
δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν
ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη
μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν
και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος
όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την
γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή
της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα
βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι.
«Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την
πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα
δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν
στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα
δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα
που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια
μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο
λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η
καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη
έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι
ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με
το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον
ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή
που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως
θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου.
Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα
όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν
τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή
ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η
μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται
ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf
Πετάχτηκε
έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας
κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον
τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια
φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την
βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες
μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά
που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και
αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι
πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη
βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον
που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι
υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους
ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες
στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό.
Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και
είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν
έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει
προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις
τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές
ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι
και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να
απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και
κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι
με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο
κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο.
Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το
ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το
σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα
κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός,
με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια
καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο
αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν
έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο
μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της
παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της
φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο
κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο
ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι
απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν
να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε
από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν.
Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την
πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το
πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη
μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι
και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το
μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την
γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της
ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια
είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι.
Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για
εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να
καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ
κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη
φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά
βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν
τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά
στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια
ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους
πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο
έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν
και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι
για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και
φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα
του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να
φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο
σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την
αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και
του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις
με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της
δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και
πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και
μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν
θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που
θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος
να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη
το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη
την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και
σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον
αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε
καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε
σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους
συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα
δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν
ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη
μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν
και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος
όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την
γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή
της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα
βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι.
«Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την
πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα
δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν
στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα
δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα
που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια
μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο
λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η
καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη
έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι
ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με
το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον
ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή
που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως
θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου.
Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα
όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν
τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή
ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η
μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται
ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf
Πετάχτηκε
έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας
κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον
τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια
φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την
βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες
μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά
που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και
αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι
πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη
βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον
που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι
υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους
ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες
στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό.
Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και
είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν
έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει
προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις
τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές
ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι
και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να
απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και
κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι
με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο
κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο.
Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το
ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το
σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα
κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός,
με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια
καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο
αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν
έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο
μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της
παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της
φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο
κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο
ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι
απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν
να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε
από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν.
Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την
πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το
πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη
μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι
και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το
μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την
γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της
ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια
είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι.
Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για
εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να
καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ
κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη
φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά
βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν
τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά
στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια
ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους
πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο
έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν
και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι
για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και
φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα
του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να
φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο
σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την
αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και
του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις
με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της
δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και
πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και
μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν
θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που
θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος
να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη
το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη
την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και
σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον
αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε
καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε
σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους
συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα
δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν
ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη
μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν
και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος
όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την
γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή
της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα
βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι.
«Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την
πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα
δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν
στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα
δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα
που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια
μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο
λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η
καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη
έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι
ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με
το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον
ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή
που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως
θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου.
Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα
όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν
τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή
ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η
μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται
ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf
Πετάχτηκε
έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας
κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον
τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια
φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την
βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες
μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά
που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και
αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι
πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη
βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον
που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι
υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους
ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες
στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό.
Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και
είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν
έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει
προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις
τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές
ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι
και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να
απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και
κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι
με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο
κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο.
Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το
ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το
σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα
κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός,
με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια
καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο
αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν
έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο
μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της
παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της
φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο
κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο
ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι
απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν
να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε
από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν.
Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την
πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το
πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη
μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι
και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το
μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την
γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της
ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια
είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι.
Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για
εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να
καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ
κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη
φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά
βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν
τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά
στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια
ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους
πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο
έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν
και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι
για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και
φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα
του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να
φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο
σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την
αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και
του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις
με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της
δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και
πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και
μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν
θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που
θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος
να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη
το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη
την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και
σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον
αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε
καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε
σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους
συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα
δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν
ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη
μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν
και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος
όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την
γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή
της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα
βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι.
«Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την
πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα
δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν
στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα
δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα
που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια
μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο
λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η
καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη
έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι
ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με
το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον
ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή
που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως
θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου.
Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα
όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν
τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή
ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η
μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται
ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf