Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Και ξαφνικά θυμήθηκα...

Ευχαριστώ πολύ τοβιβλίο.net που σήμερα δημοσίευσε αυτή τη μικρή μου αναπόληση

Καθώς πίνω το καφεδάκι μου το μυαλό μου, έτσι απροσδόκητα, έτρεξε πίσω και έφτασε σε ένα αγαπημένο κομμάτι του παρελθόντος μου. Σε εκείνη τη περίοδο που ο μπαμπάς μου τα απογεύματα διατηρούσε ένα εργαστήριο όπου επισκεύαζε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και τοποθετούσε κεραίες. Το εργαστήριο αυτό ήταν στο Βύρωνα, σε μια γειτονιά που τότε δεν περνούσαν και πολλά αυτοκίνητα. Δεν ξέρω τώρα πια πως είναι εκεί τα πράγματα γιατί έχω και κάτι χρονάκια να περάσω παρ” όλο που δεν μου είναι μακριά. Επειδή στη γειτονιά που βρίσκεται το σπίτι μου, οι δρόμοι είναι πολυσύχναστοι και είναι πολύ επικίνδυνο να κατέβεις στο δρόμο να παίξεις, ο πατέρας μου κάθε απόγευμα έπαιρνε μαζί του εμένα και την αδερφή μου στο μαγαζί, όπου εμείς τρέχαμε να συναντήσουμε τα άλλα παιδιά που κατέβαιναν από τις γύρω πολυκατοικίες στο δρόμο. Τα παιχνίδια ήταν ατελείωτα και γεμάτα φαντασία που μας ταξίδευαν σε δικούς μας κόσμους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι μέχρι και μέλος σε συμμορία είχα γίνει. Η συμμορία λεγόταν Thundercats (τότε βλέπαμε όλοι φανατικά εκείνο το κόμικς), όλοι ήταν αγόρια και εγώ φυσικά ήμουν η chitara (ποια άλλη θα ήμουν άλλωστε αφού ήμουν το μοναδικό κορίτσι). Μου είχαν φτιάξει και φυσοκάλαμο, μιλάμε για απίστευτη κατασκευή, με στόχαστρο, χερούλι, θέση για να βάζω τον στόκο και σαν διακοσμητικό μια ροζ κορδέλα. Εννοείται βέβαια ότι υπήρχε και αντίπαλος. Ο από πάνω δρόμος από τον δικό μας, εμείς τον λέγαμε απάνω γειτονιά είχαν φτιάξει και εκείνοι τη δική τους συμμορία. Περιττόν να σας πω τι γινόταν. Έχω κυλιστεί στους δρόμους, έχω πιαστεί μαλλί με μαλλί, έχω κατασημαδευτεί από στόκο που με πετύχαινε με τόση δύναμη που το σημάδι έκανε να φύγει και εβδομάδα και ας ήταν και πάνω από τα ρούχα. Αυτή ήταν η άγρια πλευρά μου γιατί τώρα που το σκέφτομαι είχα δυο πλευρές που εκδήλωνα στη γειτονιά αυτή. Η άλλη μου πλευρά ήταν η ήσυχη, αυτή που ήμουν και στη παρέα των κοριτσιών όπου ασχολούμασταν με το παιχνίδι «λάστιχο» (δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά ήταν αυτό που ήταν ένα μεγάλο κομμάτι λάστιχο ενωμένο στις άκρες του, δυο κορίτσια το πέρναγαν στους αστραγάλους τους απέναντι το ένα στο άλλο και ένα τρίτο κορίτσι πήδαγε ανάμεσα στις δυο πλευρές προσπαθώντας να μην τις ακουμπήσει), φέρναμε όλες τα κουζινικά μας (παιχνίδια ήταν και αυτά), τις κούκλες μας και εκεί βγάζαμε όλες τα ταλέντα μας στη μαγειρική.
Ωραίες εποχές που κάθε φορά που τις αναπολώ σκέφτομαι τι να έχουν γίνει αυτά τα παιδιά; Δεν θυμάμαι ολονών τα ονόματα. Έτυχε όμως πρόσφατα να συναντήσω κάποιο από αυτά που δεν θυμόμουν αλλά με πλησίασε εκείνο και μου είπε οτι δεν έχω αλλάξει στα χαρακτηριστικά μου τόσο πολύ ώστε να μην με αναγνωρίσει. Χάρηκα τόσο πολύ. Τα είπαμε, θυμηθήκαμε, γελάσαμε και μετά χαθήκαμε ξανά.
Πάντως δεν έχω κανένα παράπονο από τη ζωή μου σαν παιδί. Έχω ζήσει ανέμελες στιγμές γεμάτες παιχνίδι (όχι μόνο σε εκείνη τη γειτονιά αλλά και σε άλλες περιπτώσεις) και ας μην έχω κοντά μου κάποια πρόσωπα που έπαιζαν ρόλο τότε στη ζωή μου.
Πραγματικά ΕΖΗΣΑ σαν παιδί

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Είμαι γενναία ακόμα και όταν φοβάμαι

Είμαι ένας άνθρωπος που μέσα στη ρουτίνα (αν μπορώ να το πω έτσι) της ζωής μου, νιώθω ασφάλεια. Κάθε τομέα της ζωής μου, τον έχω τακτοποιήσει και τον χειρίζομαι ανάλογα με το τι θα προκύψει. Δεν μου αρέσουν οι αλλαγές στις συνήθειές μου και όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην αρχή με αποσυντονίζει. Είμαι "έξω απο τα νερά μου" μέχρι να μάθω να ζω σε μια νέα κατάσταση. Ίσως να φταίει και το ζώδιό μου σύμφωνα με αστρολόγους και λοιπούς τους είδους. Η ζωή όμως όπως ξέρουμε προχωράει και τα πάντα εξελίσσονται. Ναι... αυτά για τις ζωές των άλλων γιατί εγώ ΔΕΝ ΘΕΛΩ και όταν συμβαίνει στη δική μου ζωή εγώ "χάνω τη μπάλα". Δυστυχώς όμως όταν κάτι δεν είναι στο χέρι μας δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα. Δέχομαι λοιπόν μοιρολατρικά την όποια αλλαγή, όσο και αν φοβάμαι τα νέα δεδομένα που φέρνει. Στην αρχή χάνω και λίγο τον ύπνο μου γιατί στο μυαλό μου υπάρχει κολλημένο ένα "ΩΧ! ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ;;;". Κρατάω το φόβο και την ανασφάλεια στη καρδιά μου αλλά το κεφάλι μου ψηλά, πάντα ετοιμοπόλεμη. Γιατί ναι... Μπορεί να φοβάμαι όμως δεν εγκαταλείπω. Είμαι πάντα πρόθυμη να μάθω, προσαρμόζομαι και κάνω οτι καλύτερο μπορώ. Το αποτέλεσμα ούτως ή άλλως πάντα στο τέλος φαίνεται...

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Επιτέλους ζέστη!

Έξω ο αέρας λυσσομανούσε. Τα μαλλιά μου μαστίγωναν το πρόσωπο καθώς προσπαθούσα να αποφύγω, φύλλα δέντρων και σακούλες που πέταγαν. Μπαίνω στη πολυκατοικία και ένας αναστεναγμός βγήκε απο μέσα μου που γλίτωσα απο την θεομηνία. Βάζω το κλειδί στη πόρτα και καθώς την ανοίγω μια ζέστη με αγκάλιασε. "Μωρή ξεμυαλισμένη έφυγες και άφησες αναμένο το aircondition;;;;" με έβρισα απο μέσα μου. Έτρεξα στο σαλόνι και το aircondition ήταν σβηστό. "Μέγας είσαι Κύριε. Πως έμεινε τόσο ζεστό το σπίτι απο το μεσημέρι που το είχα ανάψει για 2 ωρίτσες;". Γύρισα και κατευθύνθηκα προς την κρεββατοκάμαρα. Άπλωσα το χέρι και ακούμπησα το καλοριφερ. "Παναγία μου δεν είναι δυνατόν!!! Άναψαν τα καλοριφερ;;;;; ΓΙΟΥΠΙΙΙΙΙΙΙΙ"

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Hello December !!!

Ωπ! Καλώς τον τον Δεκέμβρηηηη! Τι έγινε μεγάλε; Τι κάνεις; Πέρασε στο σαλονάκι μου. Κάτσε στο καναπέ δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου να νιώσεις πιο άνετα. Να σε τρατάρω κάτι; Ένα τσαγάκι με μέλι; Είναι ότι πρέπει τώρα με το κρύο που έφερες. Τον σάκο άστον κάτω καλέ μην τον κρατάς στα γόνατά σου. Πω πω πωωωω! Βαρύ τον βλέπω. Τι μου κρύβεις λοιπόν; Ελπίζω να μου έφερες πολλές πολλές ευτυχισμένες στιγμές και λίγες στεναχώριες. Σε παρακαλώ, φέρσου μου όμορφα, γαλήνια. Δεν αντέχω άλλη ταλαιπωρία. Τα αδέρφια σου, οι άλλοι μήνες ντε, με ζόρισαν αρκετά. Καλέ μου Δεκέμβρη πες μου οτι εσύ θα με αγαπάς κομματάκι παραπάνω...

Αφύπνηση φιδιού

Όσο πάει και αυξάνονται οι μέρες εκείνες που σε φέρνουν σε κατάσταση να ξυπνά το φίδι μέσα σου και θες να αρχίσεις να δαγκώνεις. Η καθημερινότητα που είναι γεμάτη απο νεύρα, κούραση, απογοήτευση είναι η αιτία. Λόγια δηλητήριο που τα γεννά το ξέσπασμα, η επανάσταση. Συνεχώς όμως το στοματάκι παραμένει κλειστό και όλα ειπώνονται μέσα απο το βλέμμα. Βλέμμα που αν πέταγε φλόγες πολλοί θα είχαν πολλαπλά εγκαύματα. Το στοματάκι λοιπόν το κρατάς κλειστό γιατί θες να κυλάνε όλα καλά. Μην κακοκαρδίσεις κανέναν, να συνεχίσει να σε πνίγει η αγάπη των γύρω σου γιατί φοβάσαι μην χάσεις κάποιον απο τη ζωή σου και δεν αντέχεις και πολύ τη μοναξιά, να είναι η συνεργασία σου ομαλή με τους άλλους, να διεκπαιρώνονται όλα σωστά και όπως πρέπει και να συνεχίζουν να λειτουργούν άψογα όπως ένα ρολόι. Και αφού έχεις εξοντωθεί απο την καθημερινή υπερπροσπάθεια να μην εκφράσεις αυτά που πραγματικά νιώθεις, επιστρέφεις στο κρεββατάκι σου και απο την υπερένταση δεν κλείνει το ρημάδι το ματάκι. Το αστείο είναι οτι αναρωτιέσαι κιόλας γιατί δεν μπορείς να κοιμηθείς. Πως να κοιμηθείς καλέ όταν έχεις φορτωθεί στη ψυχή σου όλη τη παράνοια του καθενός που σκέφτεται το μακρύ του και το κοντό του και προσπαθεί κιόλας να στο επιβάλλει και εσύ κάθεσαι απλά, υπομονετικά και τον ακούς ενώ θες να αρχίσεις να κοπανάς το κεφάλι στο τοίχο; Φαύλος κύκλος λοιπόν η ιστορία. Όσο δεν μιλάς, η συσώρρευση είναι μεγαλύτερη. Διογκώνονται τα μέσα σου και όταν θα ξεσπάσεις, την έχουν βαμμένη όλοι τους!

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Gourmet συνταγή

Στις 7/11/2013 δημοσίευσε τοβιβλίο.net αυτή την ιστοριούλα μου. Τους ευχαριστώ πολύ για τη στήριξη

Gourmet συνταγή

«Κοίτα πόσος κόσμος μαζεύτηκε. Όσο τους βλέπω αγχώνομαι περισσότερο» σκέφτηκα καθώς κοίταζα πίσω από την κουρτίνα. Τα χέρια μου ίδρωναν, η καρδιά μου χτυπούσε σε ξέφρενους ρυθμούς. Άκουγα τις φωνές τους, τα γέλια τους όλα ανάμεικτα, ακαταλαβίστικα. «Άραγε θα πάνε όλα καλά; Δεν θα αντέξω το ρεζιλίκι αν τυχόν στραβώσει κάτι» συνέχισαν οι σκέψεις να ανακατεύουν το μυαλό μου. Μόλις άκουσα τον εκφωνητή να με παρουσιάζει, πήρα βαθιά ανάσα και βγήκα στη σκηνή. Χειροκρότημα παρατεταμένο από το πλήθος και χαιρετισμός στο πλήθος από εμένα.
«Σήμερα θα σας δείξω πώς να μετατρέψουμε ένα φίδι, σε gourme δείπνο. Παίρνουμε το φίδι (κατά προτίμηση να το έχουμε πιάσει οι ίδιοι για να ζήσουμε και την εμπειρία αυτή) και του κόβουμε το κεφάλι. Το κεφάλι δεν το πετάμε! Θα το χρειαστούμε παρακάτω. Με έναν αποφλοιωτή λαχανικών του βγάζουμε το δέρμα. Δεν πετάμε ούτε το δέρμα! Παίρνουμε ένα στρογγυλό ταψί, το τοποθετούμε κουλουριαστά και το αφήνουμε στην άκρη. Σε ένα μπολ βάζουμε 2 κεσεδάκια γιαούρτι, 2 κουταλιές της σούπας μουστάρδα, χυμό από ένα λεμόνι, δυόσμο, βασιλικό, δεντρολίβανο, ρίγανη, αλάτι, πιπέρι, κόλιανδρο, λάδι και ανακατεύουμε πάρα πολύ καλά. Με το μείγμα μας, αλείφουμε το φίδι όλο καλά καλά. Βράζουμε νεράκι και διαλύουμε ένα κύβο λαχανικών. Ρίχνουμε το νερό στο ταψί και το βάζουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 200 βαθμούς για μια ώρα»
Καθώς τα εξηγούσα, έκανα ταυτόχρονα και την εκτέλεση της συνταγής. Μόλις έβαλα το ταψί στο φούρνο πλησίασα ξανά τον πάγκο.
«Με το κεφάλι που κρατήσαμε θα φτιάξουμε το πρώτο πιάτο που θα το σερβίρουμε πριν το κυρίως βέβαια. Παίρνουμε μια κατσαρόλα, τη γεμίζουμε με νερό και βάζουμε 1 κρεμμύδι ξερό, σέλινο, μαϊντανό, 2 πατάτες, 2 καρότα και το κεφάλι του φιδιού. Μόλις βράσουν, ρίχνουμε ρύζι. Μόλις βράσει και το ρύζι, κατεβάζουμε τη κατσαρόλα από τη φωτιά. Φτιάχνουμε αυγολέμονο και το ρίχνουμε μέσα ενώ ταυτόχρονα ανακατεύουμε. Το δέρμα που έχουμε κρατήσει, το δίνουμε σε ένα ειδικό που μπορεί να μας φτιάξει ότι αντικείμενο θέλουμε.»
Έκλεισα το καπάκι της κατσαρόλας και κοίταξα τον κόσμο. Χαμογέλασα και έκανα υπόκλιση. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και με χειροκροτούσαν. Κάποιοι ήρθαν και στο καμαρίνι μου να μου μιλήσουν από κοντά και να μου ζητήσουν και τη συνταγή. Εγώ πάντα ευγενική με όλους, μοίραζα φιλιά και φωτογραφιζόμουν μαζί τους.
Μια κοπελίτσα, γύρω στα 16 μου έπιασε το χέρι και μου είπε: «Σας θαυμάζω για τη δημιουργικότητά σας. Για το πώς φαντάζεστε μια συνταγή και αμέσως την υλοποιείτε. Για το πώς καταφέρνετε να μεταμορφώνετε κάτι κακό σε καλό». Την κοίταξα στα μάτια και με ένα χαμόγελο γεμάτο ειλικρίνεια της απάντησα: «Η ζωή είναι ένα συνεχές περπάτημα σε ένα δύσκολο μονοπάτι, συντροφιά με ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν από δίπλα σου. Άνθρωποι που προσέχουν μόλις σκοντάψεις να σε βουτήξουν από το χέρι για να μην πέσεις και άνθρωποι που περιμένουν πως και πως τη στιγμή που θα σκοντάψεις για να σου δώσουν και επιπλέον ώθηση να χτυπήσεις ακόμα περισσότερο. Έτσι λοιπόν πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε και να «μαγειρεύουμε» τις σχέσεις μας, ώστε να μην αφήνουμε κανέναν να πονάει την ψυχή μας, να καταπατεί την υπόληψή μας, να υπονομεύει την πορεία μας και το μέλλον μας. Γι' αυτό και η συγκεκριμένη συνταγή είναι τόσο... "gourmet"!

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ταραγμένη ψυχή

Στις 31/10/2013 στο www.korifogrammi.gr , δημοσιεύτηκε αυτή η ιστοριούλα μου. Τους ευχαριστώ πολύ για την στήριξη!

ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΨΥΧΗ



Πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό. Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο. Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός, με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν. Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι. Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι. «Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου. Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται ακόμα για να βρει την αγαπημένη του...

Πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό. Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο. Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός, με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν. Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι. Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι. «Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου. Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf
Πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό. Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο. Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός, με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν. Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι. Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι. «Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου. Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf
Πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό. Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο. Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός, με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν. Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι. Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι. «Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου. Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf
Πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό. Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο. Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός, με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν. Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι. Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι. «Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου. Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf
Πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό. Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δοθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινήσουν από το ταβάνι στο κέντρο του κρεβατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο. Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το κεφάλι της την πονούσε.
Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός, με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα.Ανατρίχιασε και ένιωσε στο κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το πάθος. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν να κυριαρχήσει στο σώμα της.
Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν. Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει αγάπη μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το μεγάλο πορτραίτο πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι. Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
«Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια ανεξήγητη ομίχλη όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της δίνεις το λόγο σου».
Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το άλογο του και πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη την απεραντοσύνη της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και σαν τον άνεμο έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον αγαπημένο της. Τα ίχνη του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε σχεδιάσει άλλη πλοκή για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους συντρόφους του παλικαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παλικάρι έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα κενό είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή της.
Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι. «Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της. Έφτασαν στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη έφυγε από το κέντρο του μενταγιόν και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
«Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου. Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..
- See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/ioannaportokahitaragmenipsixi/#sthash.VtZdLijS.dpuf