Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Παράνοια βουτηγμένη στο αίμα

Περπατούσε στο ανηφορικό δρομάκι και η ανάσα της έβγαινε κοφτή. Στάλες ιδρώτα γεννιόντουσαν στο μέτωπό της, κυλούσαν στα μάγουλά της χαράσσοντας πορεία στο λαιμό της για να σβήσουν στη σχισμή του στήθους της. Σταμάτησε για να βρει ξανά η καρδιά της κανονικούς ρυθμούς. Σήκωσε το κεφάλι της και προσπάθησε να δει τον ουρανό. Αυτός όμως έπαιζε κρυφτό μαζί της καθώς τον κάλυπταν τα δέντρα που σαν τεράστιοι γίγαντες περικύκλωναν το κορίτσι. Με τα κλαδιά και το πυκνό τους φύλλωμα έφτιαχναν μια προστατευτική αγκαλιά. Ο ήλιος έδινε μάχη για να περάσει τις ακτίνες του και να αγγίξει το κορίτσι. Τα δέντρα όμως προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση.
Συνέχισε την ανάβαση. Θύμιζε νεράιδα με το λευκό της φόρεμα να δένει ψηλά στο λαιμό της, να σφιχταγκαλιάζει τη μέση της και να πέφτει αέρινα μέχρι το ύψος του γονάτου της. Τα κατακκόκινα χείλη της μισάνοιχτα για να ρουφήξουν όσο γίνεται περισσότερο αέρα.
Φτάνοντας στη κορυφή του λόφου είδε μπροστά της το εκκλησάκι. Στολισμένο με ροζ τριαντάφυλλα. Κόσμος μαζεμένος στο προαύλιο ντυμένοι επίσημα προς τιμή του ζευγαριού. Έφταναν στα αφτιά της λόγια ακατάλυπτα και γέλια που γινόντουσαν χέρι που έσφιγγε την καρδιά της μέχρι να τη συνθλίψει.
Πέρασε ανάμεσά τους και μπήκε στην εκκλησία. Αντίκρυσε αυτό που δεν ήθελε να αποδεχτεί.
Εκείνος να στέκεται δίπλα στην κλέφτρα της ζωής της.
Μια πίεση ξεκίνησε απο το κεφάλι της, ένα βουητό είχε στα αφτιά της, θάλασσα αγριεμένη έπνιξε την ψυχή της και τα μάτια της πλημμύρισαν. "Ήρθα αγάπη μου για να γίνω γυναίκα σου" φώναξε. Γύρισε το ζευγάρι και την είδε να τρέχει κατά πάνω τους. Ένα αλλόκοτο πλάσμα. Βγάζει το σπαθάκι που κρατούσε κρυμμένο στο στήθος της και το μπήγει βαθιά στη κοιλιά του. Τα ουρλιαχτά διέσχισαν τον κάμπο και έφτασαν μέχρι το χωριό. Εκείνος αφού κοίταξε το σημείο όπου ανάβλυζε το αίμα, κάρφωσε τα μάτια του πάνω της. Έπεσε στην αγκαλιά της. Τον ξάπλωσε κάτω και κρατώντας το κεφάλι του έστρεψε το πρόσωπό του στο δικό της. Ήθελε να είναι η τελευταία εικόνα που θα κρατήσουν τα μάτια του. Άφησε την τελευταία του πνοή και εκείνη πήρε βαθιά ανάσα για να τη φυλακίσει μέσα της. Το αίμα του κύλησε πάνω της και έβαψε το λευκό της φόρεμα.
"Άντρα μου τώρα πια θα είμαστε για πάντα μαζί" είπε. Κοίταξε τα χέρια της που ήταν λερωμένα απο το αίμα του και σκέφτηκε οτι είναι αγίασμα. Χάιδεψε το πρόσωπό της και ένα γέλιο δυνατό, αλλοπρόσαλο, βγήκε απο μέσα της. Έφτασε μέχρι το χωριό αυτό το γέλιο και όλοι τρόμαξαν. "Τι είναι αυτό;" είπαν. "Δεν βγαίνει απο άνθρωπο αυτός ο ήχος σίγουρα" είπαν κάποιοι. Όλοι όμως ανατρίχιασαν και σταυροκοπήθηκαν.

4 σχόλια:

  1. με μαγεύει η γραφή σου... συγχαρητήρια!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η αγωνία της κοπέλας να φτάσει στον προορισμό της, καθώς και οι εικόνες που μας περιγράφεις είναι τόσο κοντά στην πραγματικότητα. Τόσο που άκουσα το θρόισμα των φύλλων.... Συγχαρητήρια. Γράφε!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή