
Πήρε τη τσάντα της και βγήκε στο κατάστρωμα. Ανέβηκε τις δυο σκάλες και βρέθηκε στο τελευταίο κατάστρωμα ψηλά εκεί που βρίσκεται η γέφυρα. Πλησίασε στη κουπαστή. Ο αέρας ανακάτευε τα μακριά κατακόκκινα μαλλιά της και με σταγόνες από τη θάλασσα έβρεχε το πρόσωπό της. Ένιωσε την αλμύρα στο δέρμα της και σκέφτηκε ότι η ελευθερία της έχει τη γεύση του αλατιού.
Άνοιξε τη τσάντα της και πήρε το μπορντό, βελούδινο, σε σχήμα καρδιάς κουτάκι. Το άνοιξε και καθώς αντίκρισε τη βέρα, δάκρυσε. Αυτό το χρυσό πραγματάκι ήταν ο χαλκάς της δικής της φυλακής. Κράτησε σφιχτά με το δεξί της χέρι το δαχτυλίδι. Σήκωσε το χέρι ψηλά και κάνοντάς το προς τα πίσω, έδωσε ώθηση με όση δύναμη μπορούσε να βάλει και άνοιξε απότομα τη χούφτα της. Η βέρα διέγραψε τη δική της πορεία στον αέρα και χάθηκε στο πέλαγος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου